ηγεμονευς

ηγεμονευς
    ἡγεμονεύς
    -έως ὅ Anth. = ἡγεμών См. ηγεμων I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ηγεμονευς" в других словарях:

  • ηγεμονεύς — ἡγεμονεύς, δωρ. τ. ἁγεμονεύς, ὁ (Α) 1. επικ. τ. τού ηγεμών* 2. (επιγρ. στη Ρώμη) κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μεταπλασμένος τ. τού Ηγεμών κατά τα ουσ. σε εύς (βασιλ εύς κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • ἡγεμονεύς — governor masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονῆα — ἡγεμονεύς governor masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονῆας — ἡγεμονεύς governor masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονῆες — ἡγεμονεύς governor masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονῆος — ἡγεμονεύς governor masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονήων — ἡγεμονεύς governor masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιτυμονεύς — δαιτυμονεύς, ο (Α) ο δαιτυμών*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού δαιτυμών με το επίθημα εύς (πρβλ. ηγεμών ηγεμονεύς)] …   Dictionary of Greek

  • ηγεμόνεια — ἡγεμόνεια, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγεμονεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγεμον εύς (πρβλ. ιερ εύς, ιέρ εια)] …   Dictionary of Greek

  • ἡγεμονῆι — ἡγεμονῇ , ἡγεμονέω have authority pres subj mp 2nd sg ἡγεμονῇ , ἡγεμονέω have authority pres ind mp 2nd sg ἡγεμονῇ , ἡγεμονέω have authority pres subj act 3rd sg ἡγεμονεύς governor masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»